- ἐκλιπόντος
- ἐκλείπωleave outaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
Λένον, Τζον — (John Winston Lennon, Λίβερπουλ 1940 – Νέα Υόρκη 1980). Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής της ποπ μουσικής. Ο Λ. μεγάλωσε με τους θείους του σε μια εργατική γειτονιά του Λίβερπουλ. Το 1956 ξεκίνησε να παίζει μπάντζο, ενώ σύντομα άρχισε… … Dictionary of Greek